- αφηρημένος
- αφηρημένος, -η, -ο και αφαιρεμένος, -η, -ο1. αυτός που δεν προσέχει σε ό,τι κάνει ή λέει ή γίνεται γύρω του, γιατί η σκέψη του πλανιέται αλλού: Δε σε είδα στο δρόμο, γιατί, φαίνεται, ήμουν αφαιρεμένος.2. (φιλοσ.), «αφηρημένες έννοιες», αυτές που αναφέρονται στις ιδιότητες των πραγμάτων και όχι στα ίδια τα πράγματα (αλήθεια, δικαιοσύνη, ανδρεία κτλ.).3. (γραμμ.), «αφηρημένα ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα, επιρρήματα», αυτά που εκφράζουν ιδιότητες, καταστάσεις, ενέργειες κτλ. μη αισθητές (αρετή, όμορφος, ελπίζω, ευγενικά).4. (μαθημ.), «αφηρημένοι αριθμοί», αυτοί που φανερώνουν απόλυτη ποσότητα μονάδων κι όχι τίνος είδους: εφτά, εκατό κτλ. (οι αριθμοί «εφτά μέρες», «εκατό άνθρωποι» είναι συγκεκριμένοι).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.